Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Ατομικές Θεωρίες και Επιστημονική Επανάσταση

Γ. Μηλιώτης. Αθήνα, Μάρτιος 2016.
Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών (ΕΑΠ). 
«Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό». 
ΕΠΟ 31: Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη.

Πρόλογος

    Σ’ έναν κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται, η ανάγκη για κάποιες «σταθερές», προκειμένου να δίνονται και σταθερές απαντήσεις, έκανε το σύστημα του αριστοτελισμού αναπόσπαστο κομμάτι της Φυσικής Φιλοσοφίας μέχρι και την Αναγέννηση. Οι αναλλοίωτες ουσίες του Αριστοτέλη, ως ακίνητο υπόστρωμα, όπου πάνω του εδράζονται τα χαρακτηριστικά τα οποία καθορίζουν τα πράγματα, έδιναν τη λογική εξήγηση που έλειπε, ώστε να μην επαναλαμβάνονται τα ερωτήματα. Με την αναβίωση του ατομισμού όμως, η κίνηση μοιάζει να ωθείται πλέον πέραν τον ορίων της τελεολογίας, με την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της φυσικής πραγματικότητας να γίνεται περισσότερο επιτακτική από ποτέ.



Τα βασικά συστατικά της νέας επιστημολογίας  

    Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα διαμορφώθηκε σταδιακά μια νέα νοοτροπία σχετικά με τον τρόπο πρόσληψης της γνώσης, η οποία θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτέλεσε τελικά τον πυρήνα της νεωτερικής επιστήμης. Ο αναγεννησιακός νεοπλατωνισμός επηρέασε τη σκέψη και ώθησε τη φυσική φιλοσοφία προς νέες θεωρήσεις της φύσης. Το επιστημολογικό πρότυπο που συγκροτήθηκε ταυτόχρονα με την αναβίωση του ατομισμού έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στην «Επιστημονική Επανάσταση» που συντελέστηκε αυτήν την περίοδο στην Ευρώπη. Πλέον η φύση και το σύμπαν αρχίζουν να γίνονται αντιληπτά ως μια τεράστια μηχανή που διέπεται από μαθηματική νομοτέλεια και αρμονία. Αυτή η πυθαγόρειας καταβολής μηχανιστική αντίληψη του κόσμου αναβαθμίζει τον ρόλο των αριθμών, αφού τους καθιστά απαραίτητο μέσο για την αποκρυπτογράφηση των φυσικών νόμων.[1] 

    Υπό το πλαίσιο μιας γενικότερης κοινωνικοπολιτικής αλλαγής που αφορά στη «μαθηματικοποίηση της φύσης», ο Γαλιλαίος με το έργο του επισφραγίζει την αξία των μαθηματικών και τα εντάσσει δραστικά στη μεθοδολογία του. Στην ευρετική του αφαιρεί και εξιδανικεύει τα στοιχεία εκείνα που θεωρεί τυχαία (κατά συμβεβηκός), ώστε να μπορεί να επικεντρωθεί στα σημαντικά εκείνα χαρακτηριστικά που θα μπορέσουν να του παράσχουν αξιόπιστη γνώση. Προκειμένου να απομονώσει αυτά τα χαρακτηριστικά, διαχώρισε τις ιδιότητες των φυσικών σωμάτων σε πρωτογενείς και δευτερογενείς. Οι πρώτες υποστήριξε πως είναι αυτές, οι οποίες δέχονται ποσοτικοποίηση - μέτρηση (μάζα, ταχύτητα κ.ο.κ.) ενώ οι δεύτερες είναι υποκειμενικές ποιότητες, οι οποίες έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την προσωπική εκτίμηση του κάθε ερευνητή, καθώς είναι απολύτως εξαρτημένες από τις αισθήσεις του (γεύση, όραση, όσφρηση κ.ο.κ.).[2]  Η πρωτοποριακή αυτή διάκριση του Γαλιλαίου συναντάται και στους επόμενούς του, ενώ η μαθηματική ανάλυση και εξιδανίκευση που χρησιμοποιούσε, σε συνδυασμό με την πίστη του για ύπαρξη κενού στη φύση έμελλε να βρουν τη θέση τους στον ατομισμό.



Ο σπόρος του ατομισμού στη Φυσική Φιλοσοφία του 17ου αιώνα και οι πρωταγωνιστές της

    Τα κλασικά συγγράμματα (Δημόκριτου, Λεύκιππου, Λουκρητίου και Επίκουρου) που επανήλθαν στο φως, έδωσαν το θεωρητικό υπόβαθρο και συμπλήρωσαν τα κενά στις επιμέρους επεξεργασίες της νεωτερικής επιστήμης και παρά τις αντιθέσεις των θεωριών που αναπτύχθηκαν, αποτέλεσαν τη βάση του επιστημονικού γίγνεσθαι.[3] Η ατομική θεωρία της ύλης παρουσίαζε τον κόσμο ως μία ουσία κατακερματισμένη σε σωματίδια χωρίς χαρακτηριστικά, πέραν της μορφής και του μεγέθους τους, τα οποία βρίσκονται εν κινήσει. Η διαφορετική διάταξη της ύλης δεν εξαρτάται τόσο από το σχήμα των ατόμων που την αποτελούν, όσο από τους σχηματισμούς που κάνουν μεταξύ τους, οι οποίοι δέχονται μαθηματική ποσοτικοποίηση, αποδίδοντας έτσι με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια την οντολογική υπόσταση της φύσης.[4]  Σίγουρα αυτού του είδους ο υλισμός, από τη στιγμή που ανάγουμε πλέον τον κόσμο στη σωματιδιακή του σύσταση, δεν ταίριαζε με το πνευματικό καθεστώς της εποχής.[5]  Όμως πολλά φαινόμενα που παρατηρούνταν στη φύση, όπως οι μεταλλάξεις, ήταν δύσκολο να εξηγηθούν με άλλον τρόπο. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν θα πρέπει να φανταστούμε πως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των ερευνητών είχαν εκλείψει από την επιστημονική έρευνα.

    Ο ιερωμένος Pierre Gassendi, ο σημαντικότερος εισηγητής της ατομικής θεωρίας ανέπτυξε τις θέσεις του λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη του τον Δημιουργό, με αποτέλεσμα να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της όποιας αλλαγής υπόκειται στην ελεύθερη βούλησή Του. Πίστευε πως η υλιστική πλευρά του ατομισμού θα μπορούσε άνετα να αποτελεί μία από τις επιλογές Του, ενώ η ύπαρξή Του ήταν εφικτό να επιβεβαιωθεί μέσα από την εμπειρική διαδικασία. Θεωρούσε επίσης πως τα σωματίδια των αντικειμένων είναι μικρογραφίες των ίδιων και καθώς απορρέουν από αυτά, τα αντιλαμβανόμαστε επειδή έρχονται σ’ επαφή με τους αισθητηριακούς μας δέκτες.[6] Έτσι, οι αισθήσεις μας για τον Gassendi αποτελούν ικανό μέσο πρόσληψης της πραγματικότητας αλλά επισημαίνει πως η γνώση -τόσο στον Λόγο, όσο και στην Πίστη- έχει όρια που την περιορίζουν. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και ο Robert Boyle δείχνοντας όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις ουσιώδεις μεταβολές (μεταλλάξεις) των αντικειμένων. Ο Boyle στο έργο του «The Skeptical Chymist» χρησιμοποιεί την σωματιδιακή φιλοσοφία (corpuscular philosophy, όπως την αποκαλεί) για να δώσει λογική εξήγηση στις αλχημικές μεταλλάξεις (ευτελών μετάλλων λ.χ. σε ευγενή), ασκώντας εντούτοις σφοδρή κριτική στις πειραματικές πρακτικές των αλχημιστών, χαρακτηρίζοντάς τις φανταστικές και επιστημονικά αστήρικτες.[7] 

    Σ’ αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να επισημάνουμε πως η ατομική θεωρία, παρ’ ότι ήταν πολύ ελκυστική είχε ένα υπολογίσιμο μειονέκτημα: αναφέρονταν σε οντότητες που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαμε να παρατηρήσουμε για να εξετάσουμε. Αυτό μάλιστα ήταν κάτι που είχε επισημάνει και ο Francis Bacon, θεμελιωτής της εμπειρικής μεθόδου για τη μελέτη της φύσης. Υπήρξαν αρκετοί ερευνητές και μετά από αυτόν, οι οποίοι, προκειμένου να οικοδομήσουν τις θεωρίες τους ενστερνίστηκαν το γνωσιολογικό του μοντέλο. Αυτό βασιζόταν στη συλλογή δεδομένων μέσω της παρατήρησης αναζητώντας τις αιτιακές σχέσεις των φαινομένων.[8] Ωστόσο δεν έλειψαν οι περιπτώσεις των επιστημόνων που χρησιμοποίησαν εντελώς διαφορετική μεθοδολογία.

    Ο Descartes, παρότι συμφωνούσε πως οι γενικές αρχές βρίσκονται στην κορυφή μιας πυραμίδας από προτάσεις, δεν χρησιμοποιούσε την επαγωγική άνοδο αρχίζοντας από τη βάση της, απλώς και μόνο για να τις ανακαλύψει (όπως έκανε ο Bacon), αλλά την απαγωγική κάθοδο ξεκινώντας από τις ίδιες. Αρχικά διαχώρισε ξεκάθαρα την ύλη από τη σκέψη, ενώ ύψιστος στόχος της καρτεσιανής επιστήμης ήταν να βρεθούν γενικοί νόμοι τόσο ακλόνητοι, όσο απόλυτη ήταν και η φωνή της βεβαιότητας των μαθηματικών. Η αμφιβολία, ακόμη και κρίσεων που μέχρι τότε θεωρούσε αληθείς, ήταν αναγκαία προκειμένου να βρει τις αναμφισβήτητες αλήθειες που αναζητούσε, μία εκ των οποίων περιέχεται στη διάσημη ρήση του cogito ergo sum (σκέπτομαι άρα υπάρχω).[9]

    Έτσι λοιπόν, αφού ο Καρτέσιος διασφάλισε τη βέβαιη γνώση της ύπαρξής του, μετά στράφηκε έξω από αυτήν προκειμένου να δώσει εξηγήσεις.[10] Με αφετηρία τη διάκριση του Γαλιλαίου, την οποία και αποδέχτηκε, θεώρησε πως η ουσία, ως υπόστρωμα που δέχεται τις κατά συμβεβηκός ιδιότητες ενός αντικειμένου είναι ταυτόχρονα και η «έκτασή» του. Αυτό βεβαίως μπορούσε να γίνει αντιληπτό μόνο μέσω της νόησης, κάνοντας λόγο παράλληλα και για έμφυτες ιδέες που προϋπάρχουν της εμπειρίας. Μολονότι επιβεβαίωσε κάποιες όψεις του ατομισμού, αρνήθηκε το γεγονός ότι υπάρχει κενό στη φύση. Θεώρησε πως η έκταση είναι γεμάτη από ύλη, η οποία ενώ μπορεί να δεχτεί κίνηση, δεν χαρακτηρίζεται από τελικά αίτια. Μολαταύτα επένδυε στην ύπαρξη ενός Τέλειου Όντος, το οποίο ήλπιζε πως δεν θα δημιουργούσε έναν άνθρωπο με προβληματικές αισθήσεις που διαρκώς πέφτουν σε αντιφάσεις.[11] Ο Leibniz, επίσης ορθολογιστής, διαφοροποιήθηκε ως προς την ταύτιση ουσίας - έκτασης, παρότι υποστήριξε και σε σημεία εξέλιξε την καρτεσιανή μέθοδο. Στην κίνηση για παράδειγμα πρόσθεσε την έννοια της δύναμης, ενώ επανέφερε τον τελικό σκοπό προκειμένου να ατονήσει τον καρτεσιανό δυϊσμό.[12] 

    Από την άλλη μεριά ο John Locke δεν πίστευε πως το υλικό σώμα και η σκέψη είναι αποκομμένα και δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Δεν δεχόταν ότι ερχόμαστε εξοπλισμένοι με έμφυτες ιδέες, αλλά θεωρούσε ότι η γνώση, η οποία ξεκινάει εκ του μηδενός, συλλέγεται μόνο εμπειρικά και δεν είναι δυνατόν να περιλαμβάνει δεδομένα που είναι πέρα από αυτήν. Περιόρισε τη γνώση στο πλαίσιο της εμπειρίας κάνοντας σαφές πως δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε την «πραγματική ουσία» των πραγμάτων (το υπόστρωμα δηλαδή που εδράζονται οι ιδιότητες του) παρά μόνο την «ονομαστική ουσία», αυτή δηλαδή που περιγράφει και ταξινομεί το αντικείμενο σε μία συγκεκριμένη κατηγορία και όχι σε κάποια άλλη. Ενώ δέχτηκε την ατομική θεωρία, ωστόσο επικεντρώθηκε σε ό,τι ήταν παρατηρήσιμο.[13] Θα λέγαμε πως ο εμπειρισμός του 18ο αιώνα, οφείλει πολλά στην οντολογική εκκαθάριση του Locke.

    Εντωμεταξύ η έννοια της ιδέας έχει διαφορετική σημασία γι’ αυτόν. Χωρίζει τις ιδέες σε απλές και σύνθετες. Απλές εννοεί τις βασικές ιδιότητες των σωμάτων όπου δίνουν μια αίσθηση στον παρατηρητή, έστω και εσφαλμένη, η οποία όμως του δίνει τη δυνατότητα να τις περιγράψει με μία λέξη (μαύρο, γρήγορο, μπλε, ελαφρύ κ.ο.κ.). Ως σύνθετες ιδέες θεωρεί αυτές που συνθέτουν, διαιρούν και αναπαριστούν τις προηγούμενες. Αυτή η σχέση μεταξύ ιδεών είναι που αποκαλύπτει τη γνώση, αν και ενδεχομενική.[14] Επισημαίνει πως αναγκαία γνώση θα μπορούσε να υπάρξει, όχι μόνο αν καταφέρναμε να δούμε τη μορφή και τις κινήσεις των ατόμων που προκαλούν τις πρωτογενείς και δευτερογενείς ποιότητες των σωμάτων, αλλά και ν’ αντιληφθούμε τον τρόπο που αυτές εντυπώνονται στον νου από τις αισθήσεις.[15] Όλη η δραστηριότητα του Locke έμελλε να φωτίσει το δρόμο ενός από τους μεγαλύτερους επιστήμονες όλων των εποχών, του Isaac Newton.



Το δίπολο εμπειρισμού - νοησιαρχίας και η επικράτηση του πρώτου

    Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε πως διακρίνονται δύο φιλοσοφικά - ιδεολογικά ρεύματα: ο εμπειρισμός και ο ορθολογισμός (νοησιαρχία). Σύμφωνα με τον εμπειρισμό η γνώση ξεκινάει από το μηδέν. Πριν ο άνθρωπος έρθει στον κόσμο ο νους του είναι ένας άγραφος πίνακας (tabula rasa), έτοιμος να δεχτεί τη γνώση, η οποία έρχεται μέσω της εμπειρίας. Από την άλλη πλευρά ο ορθολογισμός πρεσβεύει πως στη νόηση ενυπάρχουν έμφυτες ιδέες. Δηλαδή ότι μπορεί να μην γνωρίζουμε τις επιμέρους πληροφορίες των πραγμάτων, ωστόσο ερχόμαστε εξοπλισμένοι με κάποιες λογικές αρχές, στις οποίες οφείλουμε την οργανωτική ταξινόμηση της εμπειρίας.

    Παρ’ ότι σε γενικές γραμμές οι εμπειριστές δεν αποσκοπούσαν σε μια νομοτέλεια λογικώς ακλόνητη, όπως οι ρασιοναλιστές (ορθολογιστές), ο Νεύτωνας επιτυγχάνει με τη μετριοπάθειά του να εξάγει τελικά γενικούς νόμους της φύσης, χωρίς όμως να ασχολείται με το γιατί ισχύουν. Με την παρατήρηση και τη μέτρηση κατατείνει στην ορθή πρόβλεψη των φαινομένων, συνδέοντας έτσι τα μαθηματικά με τη μηχανοκρατική θεώρηση του Καρτέσιου.[16] Επιπρόσθετα, με το έργο του «Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας» εισάγει ένα νέο μετρήσιμο μέγεθος, τη δύναμη. Αναλύοντας μόνο τρία «αξιώματα, ή νόμους της κινήσεως» εξηγεί με τον ίδιο τρόπο όχι μόνο τα επίγεια φαινόμενα αλλά όλα αδιακρίτως. Με την βαρύτητα ως την πιο χαρακτηριστική δύναμη του σύμπαντος διορθώνει τις προϋπάρχουσες θεωρίες και καλύπτει κάθε εννοιολογικό κενό σ’ αυτές.[17] Πλέον η ιδέα μιας αδιαχώριστης αλληλεπίδρασης μεταξύ των φαινομένων είναι γεγονός.

    Στον αντίποδα των παραπάνω βρίσκεται ο Καρτέσιος, ο οποίος χρησιμοποιούσε μεν το πείραμα, εντούτοις δεν το έκανε τόσο για να επαληθεύει εμπειρικά τις θεωρίες του, αλλά για να διατυπώνει μεταφυσικές υποθέσεις που θα τις δικαιολογούσαν και οι οποίες σε βαθύτερο επίπεδο θα εξυπηρετούσαν τις πρωταρχικές αλήθειες που αναζητούσε.

    Η νευτώνεια προσέγγιση της ανάλυσης ήταν διαφορετική, αφού προχωρώντας επαγωγικά, αποσκοπούσε στη γενίκευση των χαρακτηριστικών που ήταν κοινά σε κάθε παρατήρηση. Ακόμη και μετά την εξαγωγή ενός συμπεράσματος, το ενδεχόμενο στο μέλλον να υπάρξει εξαίρεση στον «κανόνα» ήταν πάντα πιθανή, όπως και αποδεκτή. «Και ενώ για τον Καρτέσιο σύνθεση είναι η λογική παραγωγή των δευτερογενών αληθειών ή θεωρημάτων που συνεπάγονται τα αξιώματα, για τον Νεύτωνα σύνθεση είναι η υπαγωγή ενός όλο και μεγαλύτερου εύρους φαινομένων κάτω από την εξηγητική στέγη των επαγωγικών γενικεύσεων».[18] Η διεξοδική έρευνα του φωτός από τον Νεύτωνα αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αξιοπιστίας του εμπειρισμού, ενώ από αυτήν και μετά, η πειραματική επαλήθευση αναδεικνύεται ως η μόνη έγκυρη μέθοδος προς τη γνώση.[19]



Επίλογος

    Η πρόοδος των επιστημών κατά το 17ο και τις αρχές του 18ου αιώνα σηματοδότησε βαθιές κοινωνικές αλλαγές και μεταστροφή των αντιλήψεων όσον αφορά τη φύση και τον άνθρωπο. Η θεολογική ερμηνεία του κόσμου παραδίδει τα σκήπτρα στην μέχρι πρότινος «θεραπαινίδα» της, την Επιστήμη, που με τη σειρά της καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο στο νου και τη συνείδηση των κοινωνικών υποκειμένων. Με αυτό τον τρόπο ανοίγει ο δρόμος για τη μετέπειτα πνευματική έκρηξη, ιδιαίτερα των φυσικών επιστημών, και μας οδηγεί στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις που -μέσα στη βεβαιότητα ή την αβεβαιότητά των θεωριών τους- χαρακτηρίζουν και σκιαγραφούν ένα μεγάλο μέρος του γνωστικού πλαισίου του ντετερμινισμού μέχρι και σήμερα.

    





[1] Βαλλιάνος Π. Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τ.Β΄, Ε.Α.Π., Πάτρα, 2008. σελ. 43.
[2] Βαλλιάνος Π. ό.π., σελ. 45.
[3] Βαλλιάνος Π. ό.π., σελ. 66, 67.
[4] J. Losee, Φιλοσοφία της Επιστήμης, μτφ. Θ. Μ. Χρηστίδης, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993. σ. 47.
Butterfield H., Η Καταγωγή της Σύγχρονης Επιστήμης (1300-1800), μτφ. Ι. Αρζόγλου, Α. Χριστοδουλίδης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1988. σελ. 120, 121.
[5] Βαλλιάνος Π. ό.π., σελ. 67.
[6] Βαλλιάνος Π. ό.π., σελ. 67, 68.
[7] Βαλλιάνος Π. ό.π., σελ. 70.
[8] Βαλλιάνος Π. ό.π., σελ. 74.
[9] Losee J., ό.π., σελ. 106, 107.
[10] Και άλλοι στο παρελθόν, όπως ο Θαλής, προκειμένου να μην επαναλαμβάνονται τα ερωτήματα και να δοθεί ένα τέλος, για να εξηγήσουν το ψ έφευγαν από τον εαυτό του. Αυτό μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί και μία από τις μεγαλύτερες προσφορές τους στην επιστημονική έρευνα.
[11] Βαλλιάνος Π. ό.π., σελ. 80 – 88.
[12] Losee J., ό.π., σελ. 142 – 147.
[13] Βαλλιάνος Π. ό.π., σελ. 122 – 126.
[14] Αθανασάκης Δ., Θέματα γνωσιολογίας, ιστορίας και φιλοσοφίας της επιστήμης από τον Descartes στον Hume, σελ. 18 - 20.
[15] Losee J., ό.π., σελ. 140, 141.
[16] Westfall R. S., Η Συγκρότηση της Σύγχρονης Επιστήμης, μτφ. Κ. Ζήση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1993. σελ. 205, 206.
[17] Βαλλιάνος Π. ό.π., σελ. 105, 106.
[18] Βαλλιάνος Π. ό.π., σελ. 112.
[19] Westfall R. S., ό.π., σελ. 73 – 85.


Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

  • Αθανασάκης Δ., Θέματα γνωσιολογίας, ιστορίας και φιλοσοφίας της επιστήμης από τον Descartes στον Hume. 
  • Βαλλιάνος Π. Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τ.Β΄, Ε.Α.Π., Πάτρα, 2008.
  • Butterfield H., Η Καταγωγή της Σύγχρονης Επιστήμης (1300-1800), μτφ. Ι. Αρζόγλου, Α. Χριστοδουλίδης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1988.
  • Losee John, Φιλοσοφία της Επιστήμης, μτφ. Θ. Μ. Χρηστίδης, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993.
  • Westfall R. S., Η Συγκρότηση της Σύγχρονης Επιστήμης, μτφ. Κ. Ζήση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1993.

Στο εξώφυλλο: «Galatea of the Spheres» του Salvador Dali, 1952 (Φιγέρες, Dali Theatre and Museum).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου